- λεπτόχυλος
- λεπτό-χῡλος, ον,A with thin or little juice, Thphr.CP6.16.5 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόχυλος — λεπτόχυλος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό ή αραιό χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χυλός] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek